Λίγη ιστορία...
H ιστορία της παρασκευής του σαπουνιού ανάγεται
περίπου 5000 χρόνια πίσω. Η πρώτη καταγεγραμμένη αρχαιολογική απόδειξη της
παρασκευής σαπουνιού χρονολογείται γύρω στο 2800 π.Χ. στην αρχαία Βαβυλώνα. Οι
Βαβυλώνιοι είχαν εφεύρει τη βασική μέθοδο παρασκευής σαπουνιού, από έλαιο
κασσίας (το δέντρο από το οποίο παράγεται η κανέλα) βρασμένο με στάχτη και
νερό. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως για επούλωση πληγών, θεραπεία δερματικών
παθήσεων, καλλωπισμό αλλά και για πλύσιμο. Επίσης, περιγραφές
μια διεργασίας παραγωγής ενός προϊόντος παρόμοιου με το σαπούνι έχουν επίσης
βρεθεί σε πάπυρους των αρχαίων Αιγυπτίων (1500 π.Χ.), όπου αναφέρεται η χρήση
μίγματος ζωικού λίπους και φυτικών ελαίων με ένα αλκαλικό διάλυμα. Το σαπούνι αυτό το χρησιμοποιούσαν
στην επεξεργασία του μαλλίου για ύφανση. Σύμφωνα με μαρτυρίες, και στην Αρχαία Κίνα, χρησιμοποιούσαν ένα είδος καθαριστικού παρόμοιο με σαπούνι φτιαγένο απο βότανα και φυτά.
Οι Γαλάτες και οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν επίσης το κατσικίσιο ζωικό λίπος και τις στάχτες ξύλου οξιάς για την παραγωγή τόσο σκληρών όσο και μαλακών σαπουνιών. Ανεξάρτητα από τις χρήσεις του, το σαπούνι έγινε δημοφιλές σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Στα ερείπια της Πομπηίας, που καταστράφηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου του όρους Βεζούβιος το 79 μ.Χ., ανακαλύφθηκε ένα ολόκληρο εργοστάσιο σαπουνιού της εποχής. Τον 8ο αιώνα η τέχνη της παρασκευής σαπουνιού ήταν γνωστή στην Ιταλία και Ισπανία (ιδιαίτερα στην περιοχή της Καστίλλης). Μάλιστα τα διατάγματα De Villis των Μεροβίγγειων γύρω στο 800 αναφέρουν το σαπούνι ως ένα απο τα προϊόντα που πρέπει να καταγράφουν οι εκπρόσωποι της βασιλικής περιουσίας. Στη Γαλλία το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα η σαπωνοποιία είχε αναπτυχθεί σε βιοτεχνικό επίπεδο σε ορισμένα κέντρα της περιοχής της Προβηγκίας (Τουλόν, Ιερ, Μασσαλία), τα οποία εφοδίαζαν με σαπούνι όλη την χώρα. Ιδιαίτερα μεγάλη ήταν η σαπωνοποιία στην περιοχή της Μασσαλίας, όπου η παραγωγή σαπουνιού στα δύο σαπωνοποιεία της αναφέρεται οτι είχε εκτοπίσει όλα τα υπόλοιπα κέντρα σαπουνιού. Στην Αγγλία η παραγωγή σαπουνιού γινόταν αποκλειστικά στο Λονδίνο.
Οι αρχαίοι Έλληνες είναι
γνωστό το ότι δεν χρησιμοποιούσαν το σαπούνι για το πλύσιμο του σώματος, αλλά
προτιμούσαν να πλένονται με νερό, ιλύ, ελαφρόπετρα, άμμο και στάχτη και έπειτα
να κάνουν επάλειψη με λάδι. Ο μύθος θέλει την
επινόηση του σαπουνιού στην Αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα στο νησί της Λέσβου,
όπου ζώα θυσιάζονταν προς τιμήν των θεών. Συχνά τα ζώα κατά τη θυσία
αποτεφρώνονταν και έτσι στάχτες από σκληρό ξύλο (μια πρώιμη πηγή αλκαλίων)
αναμειγνύονταν με ζωικά λίπη. Λέγεται πως ύστερα από ισχυρές νεροποντές, στο
τοπικό ποταμάκι όπου οι γυναίκες έπλεναν τα ρούχα έρεε ένα κιτρινωπό υγρό
προερχόμενο από το βουνό των θυσιών και έκανε τα ρούχα καθαρότερα. Η αρχαία ποιήτρια Σαπφώ έγραψε για εκείνες τις φορές που παρατηρήθηκε η καθαριστική δράση του κιτρινωπού υγρού στο νερό και έτσι τιμώντας την, δόθηκε ο όρος "Σαπωνοποίηση" -ο χημικός όρος που περιγράφει τη δημιουργία του σαπουνιού. Ο Έλληνας γιατρός Γαληνός περιγράφει την παρασκευή
σαπουνιού με τη χρήση αλυσίβας και αναφέρει πως χρησιμοποιείται στο πλύσιμο για
να παρασύρει τις ακαθαρσίες. Σύμφωνα με
τον Γαληνό, τα καλύτερα σαπούνια ήταν πρώτα τα γερμανικά και μετά τα γαλατικά. Αργότερα, γύρω στο 200 μ.Χ., οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποίησαν το σαπούνι για
να καθαρίζουν τους αμφορείς αλλά και τα αγάλματα, ενώ την ίδια εποχή ο Γαληνός συνιστά το πλύσιμο του σώματος με σαπούνι, ως προληπτικό μέτρο
κατά των δερματικών παθήσεων.
Αντίθετα με τα ευρωπαϊκά σαπούνια, που τα έφτιαχναν με ζωικά λίπη, στη Μέση Ανατολή (Συρία, Παλαιστίνη) έφτιαχναν τα σαπούνια τους αποκλειστικά απο φυτικά έλαια (ελαιόλαδο, δαφνέλαιο). Παραδοσιακά, τα έφτιαχναν οι γυναίκες για οικιακή χρήση, αλλά πολύ νωρίς (ίσως και πρίν απο τον 10ο αιώνα) δημιουργήθηκαν και τα πρώτα σαπωνοποιεία σε διάφορες περιοχές, όπως το Χαλέπι στη Συρία και η Ναμπλούς στην Παλαιστίνη. Τα σαπούνια τους γρήγορα απέκτησαν μεγάλη φήμη όχι μόνο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής αλλά σε όλη την λεκάνη της Μεσογείου, όπου έφτασαν μετά την α΄ σταυροφορία (1096-1099). Χαρακτηριστικό είναι ότι τα σαπωνοποιεία της περιόδου μετά την α' σταυροφορία που δημιουργούνται στις ευρωπαϊκές περιοχές της Μεσογείου ανήκουν σε Άραβες τεχνίτες, οι οποίοι μεταφέρουν έτσι την τέχνη τους στον ευρωπαϊκό χώρο. Ένα ισλαμικό έγγραφο του 12ου αιώνα περιγράφει λεπτομερώς την διαδικασία παρασκευής σαπουνιού. Μάλιστα σε αυτό το έγγραφο αναφέρεται για πρώτη φορά η λέξη "αλκάλι" (al-qaly) που σημαίνει "στάχτη" (η γνωστή μας αλισίβα), όρος που θα υιοθετηθεί αργότερα και απο την επιστήμη της Χημείας. Εκτός από το αρωματικό
στερεό σαπούνι, είχαν επίσης επινοήσει το έγχρωμο και το υγρό, καθώς και άλλα
ειδικά σαπούνια, όπως αυτό για το ξύρισμα.
Έτσι, απο τον 16ο αίωνα άρχισαν να παρασκευάζονται στην Ευρώπη πιο εκλεπτισμένα σαπούνια, καθώς άρχισαν να χρησιμοποιούν φυτικά λάδια και όχι ζωϊκά λίπη, όπως την προηγούμενη, περιόδο. Το περίφημο σαπούνι Καστίλλης ή Μασσαλίας είναι το γνωστότερο είδος σαπουνιού απο ελαιόλαδο.
Με την ανακάλυψη της αμερικανικής ηπείρου, οι πρώτοι Ευρωπαίοι που εγκαταστάθηκαν στις νεοανακαλυφθείσες περιοχές, μετέφεραν μαζί τους και την τέχνη της σαπωνοποιίας. Μεγάλη ώθηση στην μαζική παραγωγή σαπουνιού 'εδωσαν οι ανακαλύψεις των χημικών Nicholas Leblanc και Michel Eugene Chevreul στα τέλη του 18ου αιώνα και του Ernest Solvey στα μέσα του 19ου αιώνα, με τις οποίες μειώθηκε το κόστος παραγωγής σαπουνιών, καθώς μπόρεσαν να παραχθούν τα απαραίτητα αλκάλια με τη χρήση αλατιού που ήταν πολύ οικονομικότερο απο τη στάχτη.
Στα νεότερα χρόνια, μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα τα σαπούνια ήταν ιδιαίτερα σκληρά. Το 1789 ο Andrew Pears, έφτιαξε στο Λονδίνο το πρώτο σχεδόν διάφανο σαπούνι, ενώ το 1862 ο γαμπρός του Thomas J. Barratt ίδρυσε το πρώτο μεγάλο εργοστάσιο μαζικής παραγωγής σαπουνιών στο Islworth. Ακολούθησε η ίδρυση πολλών άλλων βιομηχανιών παραγωγής σαπουνιών σε Ευρώπη και ΗΠΑ, ενώ με τον χρόνο τα σαπούνια εξελίχθηκαν αποκτώντας διάφορα χρώματα και αρωματισμό. Το 1865 ο William Shepphard έφτιαξε το πρώτο υγρό σαπούνι, ενώ το 1898 ο Β. J. Johnson έφτιαξε το σαπούνι "Palmolive", το οποίο, όπως φανερώνει και το όνομα του ήταν φτιαγμένο απο φοινικέλαιο και ελαιόλαδο. Σε σύντομο χρονικό διάστημα το σαπούνι του έγινε τόσο διάσημο που ο Johnson μετoνόμασε την εταιρεία του σε "Palmolive".
To υγρό σαπούνι αποτέλεσε τη βάση για την εμφάνιση πολλών καθαριστικών όχι μόνο για το σώμα αλλά και για το σπίτι, και έτσι τον 20ο αιώνα παρατηρήθηκε μια μεγάλη αύξηση στις βιομηχανίες παραγωγής διαφόρων ειδών καθαριστικών (σαμπουάν, αφρόλουτρα, κρεμοσάπουνα, απορρυπαντικά, διαφόρων ειδών καθαριστικά για το σπίτι κλπ.
Στον ελλαδικό χώρο, μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, τα σαπούνια ήταν εισαγόμενο είδος, κυρίως απο τη Μασσαλία με το φημισμένο σαπούνι της. Η τέχνη της παρασκευής σαπουνιού φτάνει στην Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα όταν ιδρύεται η πρώτη ελληνική σαπωνοποιία αρχικά στη Ζάκυνθο, η οποία πρίν το τέλος του 19ου αιώνα μεταφέρεται στην Κέρκυρα. Σαπωνοποιεία δημιουργούνται σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, κυρίως σε περιοχές που αφθονεί η κύρια πρώτη ύλη, το ελαιόλαδο. Έτσι, εκτός απο την Κέρκυρα, φημισμένα σαπωνοποιεία υπήρχαν στη Λέσβο, την Κρήτη κ.α. Παράλληλα, πολλά ελληνικά νοικοκυρία παρασκεύαζαν σπιτικό σαπούνι για να καλύψουν τις ανάγκες προσωπικής υγιεινής αλλά και καθαριότητας του σπιτιού και των ρούχων τους.
Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα η ελληνική σαπωνοποιία γνώρισε μεγάλη άνθηση (ιδιαίτερα την περίοδο μέχρι και την Μικρισιατική καταστροφή το 1922, με μεγάλη παραγωγή σαπουνιού και με εξαγωγές σε πολλές χώρες, ιδιαίτερα στην Τουρκία και στις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, όπου ζούσε μεγάλος αριθμός Ελλήνων). Η ανάπτυξη όμως βιομηχανοποιημένων συνθετικών καθαριστικών, απορρυπαντικών, σαμπουάν, αφρολούτρων κλπ. οδήγησε στη σαδιακή μείωση της ζήτησης για παραδοσιακό σαπούνι και έτσι στο β΄μισό του 20ου αιώνα, αρχίζουν να κλείνουν τα παραδοσιακά σαπωνοποιεία, ενώ τα λιγοστά που έχουν απομείνει υπολειτουργούν και η παραγωγή τους είναι ελάχιστη. Παράλληλα περιορίζεστα σημαντικά (έως εξαφανίζεται) η παραγωγή σαπουνιού στο σπίτι, καθώς είναι μια χρονοβόρα σχετικά διαδικασία και επειδή η προσφορά έτοιμων καθαριστικών είναι μεγάλη.
Σήμερα, λόγω της οικονομικής κρίσης αλλά και της αναζήτησης του αγνού και φυσικού η σαπωνοποιία έχει επανέρθει δριμύτερη με πολλές, διαφορετικές και άκρως εφάνταστες συνταγές που καλύπτουν όλα τα γούστα και ανάγκες.